γραμμο-

γραμμο-
(I)
με τη μορφή γραμμο- < γράμμα ως α' συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός σύνθετων λέξεων τής Ελληνικής. Το γραμμο- εκφράζει τη σημασία «γραμμάριο» (πρβλ. γραμμοάτομο, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο) και έχει εισαχθεί από την Ελληνική σε ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. gram, atom, αγγλ. gram molecule) με την ίδια σημασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γράμμο — το το γραμμάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gramme < λατ. gramma < ελλ. γράμμα] …   Dictionary of Greek

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • καρφοειδής — καρφοειδής, ές (AM) αυτός που μοιάζει με ξερό κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. γραμμο ειδής, θυσανο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • κασετόφωνο — το μαγνητόφωνο με μαγνητοταινίες σε κασέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασέτα + φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό φωνο, μεγά φωνο] …   Dictionary of Greek

  • σημαδόφωνο — το, Ν φθογγόσημο τής βυζαντινής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό φωνο, μαγνητό φωνο. Η λ. στον πληθ., σημαδόφωνα, μαρτυρείται από το 1878 στο Αττικὸν Ημερολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστο- — Ν μετρολ. πρόθημα τού Διεθνούς Συστήματος, το οποίο δηλώνει διαίρεση διά τού χίλια τής μονάδας τής οποίας προτάσσεται, πρβλ. χιλιοστό μετρο, χιλιοστό γραμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. λ., πρβλ. αγγλ. και γαλλ. milli ] …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, νομός — Νομός (4.990 τ. χλμ., 170.239 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου. Στα Β συνορεύει με την Αλβανία, στα Α με τους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Τρικάλων, στα Ν με τους νομούς Άρτης και Πρεβέζης και στα Δ με τον νομό Θεσπρωτίας. Ο ν.Ι. έχει πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριάς, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.685 τ. χλμ., 53.483 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Συνορεύει στα Β με τον νομό Φλωρίνης, στα ΝΑ με τον νομό Κοζάνης, στα Ν με τον νομό Γρεβενών, στα ΝΔ με τον νομό Ιωαννίνων και… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδος — Η σπουδαιότερη από τις Ελληνικές οροσειρές, που καλύπτει τη μεγαλύτερη ορεινή έκταση της Ελλάδας. Συνέχεια των αλβανικών οροσειρών, αρχίζει να υψώνεται από την κοιλάδα του ποταμού Δεβόλη (κοντά στο χωριό Τσαγκόνι) στο αλβανικό έδαφος και από κει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”